- σισόης
- σισόηroll of hairfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σισώης — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γράφεται και Σισόης. Διάσημος ασκητής, ο οποίος καταγόταν από την Αίγυπτο, γι’ αυτό και επονομαζόταν ο Μέγας. Ασκήτεψε στην έρημο και έπειτα στο ίδιο βουνό, που πέθανε ο μέγας Αντώνιος. Πέθανε το 429, μετά από… … Dictionary of Greek